- ἰαφέτης
- ἰᾰφέτης [ῑ], ου, ὁ, ([etym.] ἰός, ἀφίημι)A archer, of Apollo, AP9.525.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαφέτης — ἰαφέτης, ὁ (Α) (για τον Απόλλωνα) τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι ός (II) «βέλος» + αφέτης (< αφίημι «αφήνω»)] … Dictionary of Greek
ἰαφέτην — ἰ̱αφέτην , ἰάπτω hurt plup ind act 3rd dual ἰ̱αφέτην , ἰαφέτης archer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)